πλανιέμαι

πλανιέμαι
πλανήθηκα, πλανημένος
1. περιφέρομαι, περιέρχομαι ένα χώρο, αλητεύω.
2. κάνω λάθος, βρίσκομαι σε πλάνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλανιέμαι — πλανιέμαι, πλανήθηκα βλ. πίν. 59 και πρβλ. πλανώμαι Σημειώσεις: πλανιέμαι : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται και η ενεργητική φωνή (πλανώ, πλάνεσα), η οποία δε συνηθίζεται. Με την έννοια → ξελογιάζω, ξεγελώ, χρησιμοποιείται το ρ. πλανεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπέλομαι — ἀμφιπέλομαι (Α) (για μουσική) περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • ερμοπλανιέμαι — περιπλανιέμαι έρημος, μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + πλανιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπολώ — μετεωροπολῶ, έω (Α) [μετεωροπόλος] 1. πλανιέμαι στον αέρα 2. ασχολούμαι με υψηλά, με ανώτερα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • ξενοπλανημένος — και ξενοπλανεμένος, η, ο 1. αυτός που απατήθηκε, που ξεγελάστηκε από ξένους 2. αυτός που περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες («ζητούσε τού Οδυσσέα τη σύγκλινη τού ξενοπλανημένου», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πλανώμαι / πλανιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] …   Dictionary of Greek

  • πλανώμαι — πλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και πλανιέμαι Ν βλ. πλανώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”